άγκωμα

άγκωμα
το [αγκώνω]
1. όγκωμα, εξόγκωμα, φούσκωμα
2. φούσκωμα στο στομάχι από πολυφαγία και δυσπεψία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγκώνω — 1. εξογκώνω, διαστέλλω, φουσκώνω κάτι γεμίζοντάς το 2. (ειδ. για την κοιλιά) φουσκώνω, πρήζομαι ένεκα πολυφαγίας 3. (για φαγητά) προκαλώ αηδία ή κορεσμό, καταπαύω την όρεξη 4. αισθάνομαι αηδία, κορεσμό, στομαχική δυσφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀγκῶ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”